αερώτατος

αερώτατος
-η, -ο
1. πολύ ευάερος, πολύ δροσερός
2. ο πολύ καθαρός
3. ο πολύ ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κατάλ. -ώτατος, κατά τα επίθ. υπερθ. βαθμού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”